- καταλοιδορώ
- καταλοιδορῶ, -έω (AM)λοιδορώ με πάθος κάποιον, κακολογώ κάποιον με οξύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλοιδορῶ — καταλοιδορέω rail violently against pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταλοιδορέω rail violently against pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek